
Είχα έναν φίλο. Ο φίλος αυτός αποφάσισε να μην σπουδάσει αλλά να συνεχίσει την οικογενειακή επιχείρηση. Μια παλιά ταβέρνα, η οποία υπήρχε από την εποχή του παππού του και προσέφερε αποκλειστικά και μόνο ψητό, κρασί και σαλάτα. Ένα τόσο φτωχό μενού που όμως είχε καταφέρει να ζήσει τρεις γενιές ταβερνιάρηδων, καταξιώνοντας ταυτόχρονα την ταβέρνα στα πλαίσια της γειτονιάς. Είναι το χαρακτηριστικό παράδειγμα που στο ίδιο μέρος υπάρχουν πολλές ταβέρνες, μόνο η μία όμως δουλεύει πολύ. Κάποιες φορές μάλιστα είχαν έρθει για φαγητό στην ταβέρνα επιφανείς πελάτες ή την είχαν αναφέρει περιοδικά Lifestyle.
Ως νέο αφεντικό μπήκε με κέφι και όρεξη για δουλειά. Δεν είχε μεγάλη εμπειρία στο αντικείμενο, υποστηρίχθηκε όμως από όλο το υπόλοιπο προσωπικό και η ταβέρνα εξακολουθούσε να λειτουργεί πολύ καλά, να βγάζει χρήματα και να ζει μια άνετη ζωή.
Όταν παντρεύτηκε (από έρωτα), η γυναίκα του ξόδευε με ευχαρίστηση τα χρήματα που έβγαζε η ταβέρνα, της κακοφαίνονταν όμως να λέει ότι ο άντρας της ήταν ταβερνιάρης. Τον έπεισε λοιπόν να ανακαινίσει το μαγαζί ρίχνοντας μάλιστα πολλά χρήματα και να μετατρέψει την ταβέρνα σε καλό Γαλλικό Εστιατόριο. Ο ταβερνιάρης πείσθηκε και ξεκίνησε την μετατροπή, θεωρώντας ότι είναι ίδια δύο μαγαζιά τα οποία προσφέρουν φαγητό. Για τον λόγο αυτό έδιωξε τον παλιό ψήστη, ο οποίος είχε επιμεληθεί για χρόνια το ψήσιμο του καλού φαγητού, έδιωξε τον μέτρ, άλλαξε τα γκαρσόνια που ήταν παιδιά της γειτονιάς και στη θέση τους πήρε γαλλομαθείς και προσπάθησε να μεγαλώσει το μαγαζί. Κάποιοι από τους παλιούς συνεργάτες που δεν εκδιώχθηκαν έφυγαν οικιοθελώς καταγγέλλοντας τα σχέδια του αφεντικού.
Όταν ήρθαν οι παλαιοί πελάτες στα εγκαίνια του μαγαζιού κανείς δεν έμεινε ευχαριστημένος. Δεν ήξεραν το φαγητό, δεν ήξεραν τον σέφ, δεν ήξεραν τα γκαρσόνια, οι τιμές είχαν γίνει εξωφρενικές και μάλιστα για την περιοχή και όλα αυτά στον χώρο της παλιάς ταβέρνας. Κάποιοι νέοι πελάτες που στραβώθηκαν να μπουν στο μαγαζί δεν έμειναν και εκείνοι ευχαριστημένοι. Γιατί είχαν φάει Γαλλική κουζίνα σε κορυφαία εστιατόρια και η σύγκριση ήταν μοιραία.
Ο φίλος μου προσπάθησε να βελτιώσει τα πράγματα. Κρατώντας υψηλές τιμές, άλλαζε κάθε τρεις και λίγο σεφ, μέτρ και γκαρσόνια, το εστιατόριο όμως δεν έλεγε να πάρει τα πάνω του. Η γυναίκα του, ο μετρ, οι Γάλλοι του έλεγαν τα καλύτερα. Τον παραμύθιαζαν ότι το εστιατόριό του έχει κάνει την τομή στην γαστριμαργική Αθήνα.
Κάποιοι από τους παλιούς συνεργάτες προσπάθησαν να του πουν την αλήθεια. Δεν τους άκουσε. Απογοητευμένος άρχισε να μην πηγαίνει τακτικά στην ταβέρνα. Τότε οι έμπειστοι σύμβουλοι λεηλάτησαν και τα λίγα έσοδα που είχαν απομείνει στην ταβέρνα. Άλλωστε δεν είχε μείνει κάποιος να τους ελέγχει. Ο ταβερνιάρης δεν ήθελε να δώσει άλλα χρήματα γιά να στηρίξει την επιχείρηση. Αποφάσισε λοιπόν να την αφήσει να συνεχίσει με όσα έβγαζε από μόνη της. Αφού όμως η ταβέρνα είχε χάσει την καλή πελατεία της τα έσοδα ήταν λίγα. Έτσι άρχισαν οι εκπτώσεις στην ποιότητα. Αποτέλεσμα; Την έκλεισε το υγειονομικό. Ο ταβερνιάρης έδωσε τότε όσο όσο την επιχείρηση. Οι σύμβουλοι είχαν προλάβει να φύγουν πρώτοι.
Ο νέος ιδιοκτήτης, που ο θεός έδωσε να είναι καλός, κατέβασε την Γαλλική ταμπέλα, άλλαξε τους καταλόγους και άνοιξε μια ταβέρνα. Με καλό ψήστη, με τον παλιό καλό μετρ, με τα γκαρσόνια της γειτονιάς. Και η ταβέρνα γέμισε και ο κόσμος την αγκάλιασε.
Η παραβολή της ταβέρνας θα μπορούσε να προβληματίσει όλους μας. Εάν δεν ξέρουμε να κάνουμε καλά μια δουλειά είναι καλό να εμπιστευόμαστε γνώστες, έμπειρους και τίμιους ανθρώπους. Είναι καλές οι αλλαγές, μόνο όμως όσες μπορούν να αφομοιωθούν από την πελατεία. Ποτέ δεν αλλάζουμε την παλιά καλή συνταγή της επιτυχίας. Γιατί αυτή φέρνει και έσοδα και κόσμο και πιθανόν κάποια στιγμή, όταν η σάλα της δουλειάς μας γεμίσει ασφυκτικά να έρθει ο καιρός να την αλλάξουμε ή να την μεγαλώσουμε.
Η παραβολή αυτή θα μπορούσε να είναι χρήσιμη και στην ομάδα. Και ας δώσει ο καθένας όνομα στον κάθε ρόλο.